- ασκυβάλιστος
- -η, -ο (AM ἀσκυβάλιστος, -ον)νεοελλ.αυτός που δεν περιέχει σκύβαλα (για σιτηρά, καρπούς κ.λπ.)αρχ.-μσν.εκείνος τον οποίο δεν τον αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση («ἀσκυβάλιστος Ἐκκλησία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκυβαλίζω «θεωρώ κάποιον ή κάτι ως σκύβαλο, φέρνομαι περιφρονητικά»].
Dictionary of Greek. 2013.